- παραίτιος
- παραίτιοςbeing in part the causemasc/fem nom sgπαραιτητήςintercessormasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραίτιος — α, ο / παραίτιος, ον, Α θηλ. και ία, ΝΜΑ ο αίτιος, ο υπεύθυνος για κάτι εν μέρει ή απόλυτα, υπαίτιος αρχ. συνεργός εγκλήματος, συνένοχος («ἐτιμωρήσατο δὲ καὶ ὅσοι τοῡ φόνου παραίτιοι καθεστήκεσαν», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αἴτιος] … Dictionary of Greek
παραίτιον — παραίτιος being in part the cause masc/fem acc sg παραίτιος being in part the cause neut nom/voc/acc sg παραιτητής intercessor masc acc sg παραιτητής intercessor neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιτίοις — παραίτιος being in part the cause masc/fem/neut dat pl παραιτέομαι beg of pres opt act 2nd sg (doric) παραιτητής intercessor masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιτίου — παραίτιος being in part the cause masc/fem/neut gen sg παραιτητής intercessor masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιτίους — παραίτιος being in part the cause masc/fem acc pl παραιτητής intercessor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιτίων — παραίτιος being in part the cause masc/fem/neut gen pl παραιτέομαι beg of pres part act masc nom sg (doric) παραιτητής intercessor fem gen pl παραιτητής intercessor masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιτίῳ — παραίτιος being in part the cause masc/fem/neut dat sg παραιτητής intercessor masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραίτια — παραίτιος being in part the cause neut nom/voc/acc pl παραιτητής intercessor neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραίτιοι — παραίτιος being in part the cause masc/fem nom/voc pl παραιτητής intercessor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… … Dictionary of Greek